Ποίηση

Κλειτώ

Η Κλειτώ είναι ένα βιβλίο σχεδιασμένο σαν εξάγωνο αστέρι, εν αντιθέσει με την Ατλαντίδα, την πατρίδα της πριγκήπισσας Κλειτούς, που ο Πλάτωνας την φαντάστηκε φτιαγμένη από ομόκεντρους κύκλους. Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, τις Χήρες, όπου μετακινούνται η ωκεανογράφος Μαρί Θαρπ, η μοναχή Χουάνα Ινές ντε λα Κρους και η ζωγράφος Σοφονίσμπα Ανγκουισσόλα.

 

 

Χήρες

 

Ι.

 

Συνοδέψτε με στην άξαφνη μανία μου ή ξεφορτωθείτε με αμέσως, αλλά τίμια. Εμπρός σε ποια πετούμενα, ποια ερπετά θα άρω την μορφή της – και να μην κατακρεουργηθεί ή μες στην αδιαφορία εξαϋλωθεί; Κλαίει κρύβοντας το πρόσωπο σ’ένα τραπέζι καφενείου στο Μαραί. Το μάτι μου πλανάται εκτός ελέγχου, κι αυτό που είδα μες στη νύχτα – την άγρια εγκατάλειψη – το γνώρισα ως γηγενές. Πλανάται το μάτι μου πάνω από τις πόλεις. Πάνω από τις χήρες, αγγίζοντάς τες τον ώμο ελαφρά – ποτέ διακόπτοντας τον θρήνο τους μα ίσα ίσα να κοιτάξουν μια στιγμή εδώ, αστραπιαία να εννοήσουν πως για σώσιμο μιλάμε, και να του επιτρέψουν να πλεχτεί. Κλαίει η Μαρί εδώ, κι έχοντας εγώ ποιος ξέρει από πού έρθει – αφού πάντα καταφτάνουν όσοι βρίσκονται στο πόδι -, εκτίθεμαι στο κλάμα της. Η που πενθεί έχει τον κόσμο όλον μες στο πένθος της. Ίσως εκείνη την φορά την πρώτη, που ‘ναι σαν πρόβα των βασάνων που επέρχονται, να απολογήθηκε για τα δάκρυα, τους μικρολυγμούς. Άναυδη η ακροάτρια θα σιγοκλώθει καθησυχασμό και, καθώς εκτείνεται η συνάντηση γύρω απ΄το τραπεζάκι πάνω στο πεζοδρόμιο, διαθλάται ο τόνος, αλλάζει ο ήλιος μεριά. Άνοιξη. Η απειρία δεν είναι πάντα οδηγός κακός, κι είναι συχνά αδύνατον να μάθουμε αν πράξαμε ευεργετικά. Είμαστε ακόμα νέες τότε, και ξεχυλίζει ο θυμός σαν θεμιτό ποτήρι, πιείτε να ξεδιψάσετε. Φανταζόμαστε πως αγγίξαμε οδύνη και καλά κάνουμε. Ό,τι συμβαίνει δεν το γνωρίζουμε, από τη μια πλευρά κι από την άλλη το κυκλώνουμε, παρατάσσοντας λόγο εναλλάξ γκρεμού και παρηγόριας. Περνάν οι ώρες μες στον ήλιο και τα άδεια φλιτζανάκια του καφέ εμπρός μας.
Ζητώ την άδεια τους – μόνον εκείνων, ας το πω ξεκάθαρα.

(δίχτυα)

 

 

ΙΙ.

 

Την συναντώ κι είναι ήδη αργά – δεν δύναμαι να φανταστώ το κραταιό της πάθος. Ήδη κατέχω πως ακουστήκανε κρουστά και έγχορδα ενώ απουσίαζα. Μες στην παλάμη μου που ανοίγω πιο σκεφτικά δείχνω ό,τι κρατώ: ας το πούμε χάδι, και ας: Χουάνα. Η δημόσια της φωνή υπερτερεί της θλίψης. Ποτέ εκείνην την ημέρα δεν ξανακαθόμαστε απέναντι αλλά δίπλα. Ως όχημα, η περιγραφή αποδεικνύεται σκάρτη κι ούτε το προσπαθεί: με μία μοναδική γυμνή γραμμή μού μουρμουράει την έξοδο, τον γυρισμό, την πτώση. Γυρνάνε γύρω τα περίπτερα, τα ύψη, η Σαλονίκη, κι εμείς αδιάκοπα σκάβουμε διαδρομές μέσα στο τσίρκο.

(πλοκάμια)

 

 

ΙΙΙ.

 

Αν ήρθατε ως εδώ, προσέξτε – δαγκώνω. Δαγκώνω όποιον μου μαγαρίσει τα ιερά. Πάμε αλλού, προτείνει μόλις φτάνει η Σοφονίσμπα, και παίρνω το αυτοκίνητο να μεταλάβουμε θάλασσα. Βούτηξε στον αφανισμό και σ’ όλα τα στερητικά, μου μήνυσε ενδιαμέσως μ’ άλλον πως τον χάνει, δεν θέλησε να πει από μακριά, και τι. Τώρα ασπρίζουν οι αρθρώσεις των χεριών μας απ’το σφίξιμο. Πάνω στην άμμο τα παιδιά της χτίζουν τάφους.

(ουράνια)

 

 

 

Η Τάσιτα Ντην, που εμφανίζεται στην Κλειτώ, δουλεύει στο έργο The Montafor Letter, Los Angeles, 2017

φωτογραφία: Fredrik Nilsen Studio

>