Ποίηση

Βαυβώ

Το κείμενο Βαυβώ γράφτηκε στη Βαρκελώνη την επόμενη των καταστροφικών πυρκαγιών του τέλους του Ιουλίου 2018 στην Ελλάδα. Σαν προσωπικό μνημείο για τα θύματα, έγραψα ένα κείμενο κάθε πρωί ως το τέλος του Αυγούστου το 2018.  Εδώ, το κείμενο της πρώτης μέρας.

 

 

 

Το ίδιο με τις πρόωρα γερασμένες γυναίκες που σκαρφαλώνουν στο βουνό χωρίς δόντια, χωρίς παπούτσια, με μαύρα ούλα, με ρυτίδες γύρω απ΄τα μάτια: σ’εμάς το χαμόγελο, σ’εκείνες η πρόβλεψη του καιρού. Όλα τα συγχωρεί η νύχτα που πέφτει, λέμε, ενώ μας αφαιρεί από το αναπόδραστο μάτι του κόσμου: και την δίψα της ημέρας και τον τυφλό αναπαμό στο ένστικτο που λέει, πάλι: πέσε τώρα.

 

Το μουντό τρίξιμο της εξώπορτας ακούστηκε το καταμεσήμερο και μετά σιωπή κάτω απ΄τον ήλιο, επειδή πατούσε το καυτό τσιμέντο της αυλής αθόρυβα και πριν πεθάνει. Ήξερα απ΄τον ήχο την εξώπορτας πως θα τη βρω ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Έλιωνε τα βουτήματα με τα ούλα και τη γλώσσα, σάλιο είχε, δόντια δεν είχε. Η σκιά του σπιτιού σου, έλεγε, είναι βαθιά, και καθόταν. Ήταν ανακόλουθη ως προς τον αριθμό των παιδιών της: άλλοτε τέσσερα, άλλοτε πέντε. Άφηνε πλαστικές σακούλες με χόρτα κρεμασμένα στο χερούλι της εξώπορτας. Άλλοι άφηναν μελιτζάνες, αχλάδια, σύκα. Πέφτουν τα σύκα συνεχώς και από πάνω οι σφίγγες. Και τα λεμόνια πέφτουν και δεν τα μαζεύει κανείς. Πλούσια χώρα, λέει ο θετός υιός. Όπως κατεβαίνοντας, εκείνος που δεν ήξερε πια να ξεχωρίζει τα πρόσωπα και χαιρετούσε αγνώστους, πετούσε: η φτώχεια θέλει καλοπέραση, και γελούσε διορθώνοντας το ψαθάκι πάνω στο κεφάλι του. Χαμογελούν συγκαταβατικά όσοι εξαρτώνται από την αλλοδαπή του χάρη και τρώμε μεζεδάκια και πίνουμε μπύρα και καπνίζουμε σαστισμένοι στην αιώνια παύση μας ως το βράδυ.

 

Καμιά φορά γελούσε με μια ιστορία που διηγιόταν. Επειδή ήξερα πως κάτω απ΄τις φούστες, δε φορά βρακί: Βαυβώ. Το δέρμα των ποδιών της ήταν σόλα. Συχνά το μούχρωμα την είδα ν’ανεβαίνει στο βουνό καβάλα στο μουλάρι. Όταν τυφλώθηκε εντελώς, ανέβαινε τη νύχτα.

 

Σ’εμάς η ευγένεια, σ’εκείνες η βαναυσότητα, η οργή και το βρισίδι. Άκουγα την ηχώ απ’ τους τσακωμούς, αποδρούσαν οι λέξεις μες στους γκρεμούς μαζί με το σκλήρισμα της αλεπούς και τη σαίτα του γερακιού: αλλά ηλιοπύρι ο θυμός τους, δεν τσακιζόταν πουθενά και έμενε εκεί, πάνω σε κάθε πέτρα, κάθε φύλλο, τόσο αδιάφορος για τους ωτακουστές, τους ποιητές, όσο και ο πύρινος κόσμος. Γυρίστε σελίδα και πάλι απ΄την αρχή.

 

Στο μονοπάτι της βρήκα μια χελώνα. Εκείνη ήταν, και αδιός, τα λέμε.

 

Λιάζεται η γάτα πάνω στη ζεστή πέτρα και το αεράκι με τα θαυμαστά σύννεφα από πάνω. Η νύφη της, που λένε, αφού νύφη σημαίνει αυτή που έμπασε ο υιός μέσα στο σόι και τους παντρεύεται όλους αδιαχωρίστως, φαινόταν να’χει την ίδια ηλικία με την ίδια. Ακόμα πιο ξερακιανή, άσπρισε η κεφαλή της αμέσως μετά το γάμο. Φορούσε παντελόνια και τα μάγουλά της ήταν σκαμένα από τις ρυτίδες. Στο οροπέδιο κρυβόταν ανάμεσα στα ζώα, με την πρόφαση ότι τα προσέχει. Την φωνάζαν να έρθει να χαιρετίσει τους επισκέπτες και δεν έβγαινε. Την πήραν στο βουνό και το έμαθε απ΄έξω. Ψάχνετε εσείς. Ο άντρας της ανεβοκατέβαινε νυχτιάτικα, λένε πως είναι δυνατός όσο τρία άλογα. Μια φορά ξύπνησα από τον κρότο των πετάλων στις πέτρες, και έγυρα απ’ το παράθυρο να δω.Με βλέπει που έσκυβα γυμνή και συνεχίζει ατάραχοςμε το χαλινάρι στο χέρι.

 

Της πήρα δυό φυτά, μου έπλυνε δυό χαλιά παλιά με πολλά νερά. Ο πεθερός της έλεγε: μη με βλέπεις έτσι, έχω εκατό χιλιάδες στην τράπεζα. Όταν έπεσε να πεθάνει, ζήτησε να μιλήσει μ’ ένα παιδί: πες του πατέρα σου τον συγχωρώ, να με συγχωρήσει γιατί πεθαίνω. ΄Εμειναν οι δυό πιο νέοι στο βουνό, ποτέ δεν φάνηκαν μαζί.

 

Πήδηξε προς τη θάλασσα. Γύρνα από την άλλη και σπάραζε, σκύλε.

 

Βρέχει τώρα, μου λέει. Η στέρνα του σπιτιού σου θα γεμίσει. Στο λεωφορείο οι τουρίστες μιλούν για πολιτική και τρών κινέζικο πεπόνι. Σκουπίζουν τα δάχτυλα στα μπούτια τους και δυό αδερφές απευθύνονται πολιτισμένα και βάναυσα η μια στην άλλη, τα πλαδαρά τους μπράτσα σείονται.  Αν πατρίδα είναι η πιο αποκρουστική λέξη, γιατί το μαύρο μου λιθάρι σήμερα;

 

 

XRONOS                                 

 

 

Πορτρέτο της θαυμαστής Σοφονίσμπα Αγκουισόλα από τον Βάν Ντάικ

>