Ντάγκο

Το Ντάγκο είναι ένα σύντομο κείμενο γύρω από το μαύρο χρώμα μες στο όνομα της οικογένειάς μου, τη μετανάστευση και το φαινόμενο που οι εθνογλωσσολόγοι ονομάζουν λόγο αποφυγής. Εδώ ένα απόσπασμα.

 

Ντάγκο

 

(…)

Τα παιδιά που κλάπηκαν ή που εγκαταλείφθηκαν είναι το ίδιο: κληρονόμησαν την διαθήκη του αιώνα. Η διαθήκη, ως μπούσουλας, γράφει μέλλον για να μην έχουν να το γράψουν οι κληρονόμοι. Είναι μουσικό κουτί. Το ένα παιδί γυρνά τη μανιβέλα και αφουγκράζεται τον εθνικό ύμνο. Το δεύτερο παιδί ακούει τη Διεθνή. Το τρίτο χορεύει το γαϊτανάκι και τα πλέκει όλα.

 

Και σας βαφτίζω Πέρντιτα, Οιδίποδα, Περσέα, ζώα του καλαθιού, του δάσους, που ζώα σφάζονται για χάρη σας, – εδώ είναι η καρδιά! -, ζώα-παιδιά που μαθαίνετε όλα τα μυστικά πλην ένα. Και σας βαφτίζω Μωυσή μ’αρχή νερό και τέλος το ταξίδι, και σας βαφτίζω Χάνσελ και Γκρέτελ, σκούζετε ενώ τα γύρω ζώα δεν σας καταλαβαίνουν πια, μαθαίνετε να σκοτώνετε για να σωθείτε. Και σας βαφτίζω Φάννυ και Αλέξανδρο, και σας βαφτίζω κουτσά σκυλιά, αδέσποτα γατιά, ξεριζωμένα φύλλα, ό,τι δεν αποφεύγεται με τίποτα όσο κι αν το χώσεις μες στο δάσος.

 

Όλα τα πρόδιδε η ζωή, τις υποσχέσεις της νιότης, την ανάταση αυτή που βγαίνοντας απ΄την τυφλή ανάγκη των παιδικών χρόνων, προσφερόταν σαν χάρισμα. Η ανάταση της κουπαστής, όπου τρεις γυναίκες κάθονται δίπλα δίπλα και γελάνε: θεά, Βαυβώ και θάνατος.

 

Αναγωγή της προδοσίας σε δόξα, της απουσίας σε ανάσταση. Επειδή ποιος ήταν εκείνος και ποιος εγώ ώστε να βρεθούμε σε τέτοιον εναγκαλισμό, σε συμβίωση με μία  διέξοδο, σε ασπρόμαυρη συνύπαρξη; Από την μια, τη δική μου πλευρά, τον βλέπω κι ας μην έχω καν μια φωτογραφία εμπρός μου – θυμάμαι εκείνη την παλιά αντικρισμένη σ’ένα δωμάτιο (όπως αργότερα, σ’ άλλα σπίτια, έχω δει φωτογραφίες αγαπημένων νεαρών νεκρών στα πιο περίοπτα σημεία: τζάκι, τραπέζι, εικονοστάσι, ώστε ο νεκρός να συμμετέχει σ’ όλα): το σκούρο βλέμμα, τα κορακίσια κυματιστά μαλλιά, το κοντό κατάμαυρο μουστάκι. Κατείχε τη θέση θεού ή πνεύματος, ο ίδιος μια Ασμοδέα που σηκώνει τις σκεπές από τα σπίτια, δεν ήτανε πια άνθρωπος, το μόνο ανθρώπινο ήταν η ραγισμένη λατρεία που του απήυθυναν όσοι τον είχαν στη ζωή του αγαπήσει – καίτοι αυτά τα λόγια δεν υπήρχαν, δεν ειπώνονταν. Ο,τι μπορούσα να συμπεράνω από ‘κει ήταν η μαζεμένη του ενέργεια, σαν ένα συμπαγές και σφιχτό πέτρωμα, ο συνδυασμός της νιότης και μιας, ας πούμε, εγκράτειας, ενός μη ξοδέματος. Με τίποτα δεν κατευθυνόταν προς τον θάνατο, δεν έχανε, πώς να το πω, από πουθενά. ΄Ενα τέτοιο σώμα είχε για κάλεσμά του πορεία σταθερή μέσα στα χρόνια της φυγής και της αστάθειας, τόσο μεστός φαινόταν, τόσο συγκροτημένος από τη φύση του .…. Αλλάζει χρώμα καθώς τον οραματίζομαι, σηκώνεται το μαύρο, μα ας εκατασταθώ για μια στιγμή ακόμα εκεί, σ’αυτήν μας την αντίθεση.

 

Από την άλλη, ναι, την απέναντι σελίδα, με κοιτά εκείνος – μια Μπάμπα Γιάγκα, μια συγγενής λευκή, ένα άσπρο ουαλαμπί της Ταζμανίας. Τραγουδιούνται σα να ‘ταν τα παλιά μου ρούχα αυτά, μια απειλητικά και μια αηδιαστικά από την τόση μαζεμένη φτώχεια και σοφία μαζί, μια φορτωμένα σύμβολα και παραδοσιακή ερμηνεία και μια αθώα, ραμένα χθές από άγνωστους περαστικούς ράφτες. Άτεγκτη γριά μέσα στο δάσος, που συνεννοείται με τους κορμούς, τα ζώα, τα πουλιά, όπως αυτά συνεννοούνται μεταξύ τους, που άθελά σου πας να μαθητεύσεις δίπλα της. Άγνωστη γυναίκα – θεία – που, σαν παιδί αποκοιμιέσαι πάνω στο μπράτσο της περπατώντας και ξυπνάς απ’ το πλαδαρό, το πολύ άσπρο. Ουαλαμπί που αποκλεισμένο γενιές και γενιές στο νησί λευκαίνει. Μια Άτροπος κι εγώ, που αιωρούμενη, κραδαίνω το ψαλίδι.

 

Ω, να ζήσει κανείς χωρίς διαθήκη!

(…)

 
 
 

ΝΚ, 2020, Βαρκελώνη

 
 
 
Σημείωση: η λέξη Ντάγκο δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά για τους Έλληνες στην Αυστραλία, όπου η κυρίαρχη υποτιμητική ονομασία είναι Ουόγκ. Και των δυό η νοηματική καταγωγή έχει να κάνει με το μαύρο χρώμα, με το μελαχρινό του δέρματος.

>