Ζωγραφή (απόσπασμα)

Δεχόμενη την οπή, έκανα επιτόπου μεταβολή. Αντί για ενεστώτας, λέω περάτης ή αγωγιάτης. Η νιότη είναι ένας απεγνωσμένα κλειστός τροχός που κινείται με μεγάλη ταχύτητα εκσφενδονίζοντας πετραδάκια. Δεν σπάει, όσο παραφουσκωμένη και να είναι η σαμπρέλα. Σιγά σιγά ξεφουσκώνει κι αρχίζει αυτό που ονομάζουνε ζωή. Ξύπνησα με μια κούραση κάτω από τα μάτια, χωρίς μέθη.

 

Να ζήσει κανείς αυτό το όστρακο, το εδώ, το μες στο χέρι σου, που πέφτει και ραντίζει ομορφιά χωρίς μέτρο και χωρίς απειλή. Το σώμα ήταν ήσυχο, σε πλήρη βύθιση κι ανανέωση, ενώνοντας το νερό με τα στερεά, τα υφιστάμενα με τους ελάχιστους στρόβιλους που έκοβαν απότομα στις στροφές, τα πανέρια των σκέψεων που σκάλωναν μεμιάς καταμεσής στους τοίχους ή στους φράχτες με μια ξαφνική ριπή που τα έστελνε σε κοντινά ουράνια απ΄αυτά που γεμίζουν τα μάτια μη σου πω και τα χέρια και τ’αστέρια. Φωσφορίζουσες κινήσεις πρωί πρωί και συναντώντας αυτόν τον ήλιο έβγαζαν σπίθες όχι από σύγκρουση αλλά από συγκερασμό – πραγματώνονταν πεφταστέρια μέρα μεσημέρι αφού όλα ήταν πλεόνασμα και πανσπερμία. Τσιγκλούσαν, μοιάζοντάς της, την απερισκεψία, και την πρόδιδαν ταυτόχρονα επειδή, αν και φαίνονταν τόσο ελαφρά, ήταν απλησίαστα σαν τα διασπασμένα σύννεφα, σαν τον μαλακό φλοίσβο των μικρών ωρών, σαν το στρογγυλό βότσαλο. Ολ’αυτά εισπνέοντας γινόμουν πράγμα και χαλίκι – αυτί, πριν απ΄όλα, ν΄ακούω τις φωνές μία μία όπως παλιά, τους γλάρους, τον φλοίσβο, τις καμπάνες που κατοχυρώνουν μια συντροφικότητα. Το ληξιαρχείο μου είχε αργία. Δεν θυμόμουν ούτε πότε γεννήθηκα ούτε πότε πέθανα. Η μακριά γραμμή της ζωής στο εσωτερικό της παλάμης μου σταθμιζόταν σε χίλιες φράσεις ταραχής, σε χίλια σημάδια που όλο πήγαιναν να γίνουν λέξεις και κρατιόντουσαν με ζήλο στη φύση του σχεδίου. Ή, ναι, πετάγονταν πάνω προς την έρμη τύχη τους, προς το πεπρωμένο ως έρημο, ως ασίγαστη δοκούσα θέση στο σύμπαν, ως αντίθετη μα υπερισχύουσα τρεχάλα πάνω στο κύμα που τρελαίνεται στην κατεύθυνση. Αυτοί οι δρόμοι υπαγορεύονταν από δυνάμεις ορατότατες – μέσα στο χέρι μου, που τόσο σπάνια εξαπέλυε τον παγκόσμιο κεραυνό λουφάζουν εντολές σιγής και βοής καθώς έχω δεσμεύσει πνεύματα κι αερικά σ΄αυτόν εδώ τον τόπο. Αυτός εδώ ο τόπος, όπου τώρα συναντούσα όλην τη συμφωνία – ενορχήστρωση κανονική κι επίσης ήχοι και παράηχοι, φάλτσα, πεταλίδες νοτών και τέταρτα θορύβου. Κρατούσα μέσα στον πολύν αέρα τα ηνία του περάσματος. Κι ήταν αέναο αυτό, το πέρασμα, διαρκούσε αιώνες εις το μέλλον και μετεωριζόταν σαν αετός με αγαλλίαση μές στο γόρδιο κύμα του ουρανού. Λίγα έλειπαν ή και τίποτα. Αυτοστιγμή μπορούσε να καταγραφεί – και πέρα, και πιο πάνω και λιγότερο. Χυνόταν ένας ήλιος τόσο ισχυρός κι εγκόσμιος από τα άκρα ως τα μάτια, μέσα στα πόδια, στην κοιλιά, απ΄το στομάχι έως τα πνευμόνια, μέχρι που εκπυρσοκροτούσε μες στον φάρυγγα. Άνοιγα τότε το στόμα και γράφονταν οι λέξεις ταυτοχρόνως στο υπερσυντέλικό τους νόημα και χωρίς γνώση. Το μυστήριο της ζωγραφής συντελούνταν απουσία μαρτύρων, διότι δεν ήταν ζητούμενο η απόδειξη (ύστατο, πάντα, δείγμα της απελπισίας) ούτε κανενός είδους άδεια. Τίποτα δεν ήταν ζητούμενο, όλα δίδονταν. Και το δόσιμο, όμως, σκεπάζει το συμβάν με τη φτωχή κουβέρτα των εννοιών. Δέλτα και κάπα και πολλά λάμδα στη σειρά, δυο-τρία σίγμα: τέτοια στίγματα προσφέρω ως αναφορές. Για πάρτε μάτι το καμένο, παχύ δέρμα του ωραίου άντρα με τα γένια και το λευκό, προστατευμένο της γυναικός του πίσω απ’ τη μπάρα. Άσπρα τα δόντια και κάθετες γραμμές από το κάπνισμα: σημεία χρονικότητας ώστε να δικαιολογείται ο παρατατικός μου, που δείτε τα σαν άγκυρες, σαν μικροϋφάλους ενώ μιλάμε για θεόπνευστη ομορφιά.

 

 

Κάποιος, τότε, βρήκε το κουράγιο να σηκώσει πανιά. Βγάζει την βάρκα του μέσα στη θεοπάλαβη τραμουντάνα, και τράβαγε και έδενε και έγερνε και βρυχόταν ακατάπαυστα – δεν είχε ούτε ωράριο ούτε κανόνια η βολτίτσα στον θάνατο. Υπέθεσα αμέσως πως ήταν άντρας και θέλησα τα μπράτσα του, αυτόν ολόκληρο, αν έβγαινε απ΄τον υπολογισμό του ζωντανός. Με συγκινούσε η τωρινή του πάλη – όχι η επιλογή ή η αστοχασιά του να αναμετρηθεί με ό,τι ξαμολούσα πάνω από τα βράχια – τα μουσκεμένα του μαλλιά, το άκρως τεντωμένο σώμα του και δυο μεγάλα πνευμόνια να πάλλονται με βοδινούς ρυθμούς και κόκκινους, φέρνοντας και παίρνοντας ακατάπαυστα αίμα κι οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα. Τον παρακολουθούσα χωρίς αγωνία – αν χανόταν, δεν ήταν πια δικός μου ο λόγος των κυμάτων. Ανέλπιστα, εισχώρησε μες στο χρυσό του ήλιου που με τύφλωνε. Τον έχασα εγώ! Θα έφτανε στον προορισμό του – φριχτό και θαυμαστό μαζί το ότι προχωρούσε κι ενόσω εγώ διατελούσα ταγμένη εδώ, εκείνος παρουσίαζε πρόοδο ή, έστω, αλλαγή. Επειδή σήμαινε πώς όλο το διάστημα που ακόμα αφηνόταν στην αγριάδα, το ένα πόδι ή κι η καρδιά είχε τη ρίζα σ’ ένα σπιτικό. Μία γυναίκα, όχι θεότητα, τον περίμενε.

 

Τα κατάρτια κοπανούσαν και στο δικό μου ύψος: υπολογίστε τα σημαίες, πλην όμως χωρίς πανί, σκέτα κοντάρια να σιγοντάρουν το καθένα άλλο ρυθμό κι όλα μαζί του ανεμοστροβίλου. Μιλάμε για κάθετες περιλήψεις του κόσμου, για τέτοιες γροθιές στα δεδομένα που δεν άφηναν τίποτα και κανέναν άλλο όρθιο, για αγκάθια ολκής με πολύ δηλητήριο, που άμα το γευόσουν, αδύνατο να επιστρέψεις με τον ίδιο ισοφάγο. Κάθαρση, που λένε, και σφαγή. Και κάνα πεταρούδι ύστερα ανομολόγητο, κάνα μικρό βλαστάρι που δέν έγκειται στο χρώμα του το αξιοπρόσεχτό του, ούτε στο σχήμα του, ούτε στην μικρή μα πεισματάρικη σιωπή του, αλλά στην ύπαρξη σχισμής, στην εκκόλαψή του, σε μια εντελέχεια μέθης, στον βουβό ορυμαγδό βακτηριδίων, θέρμης και ατελείωτου μες στην ωραία μέρα ορίζοντα.

 

 

Βρίσκομαι ακόμα εδώ.

>